28 June 2014

Εμπόριο απόλαυσης

Απόγευμα τελευταίας Παρασκευής του μήνα, Ο Αλέξης ευχήθηκε «καλό Σαββατοκυριακο» στους συναδέρφους του, όλοι τον χαρακτήριζαν ευγενικό και πρόθυμο, καλή ψυχή, όποιος του ζητούσε βοήθεια τον βοηθούσε με την ψυχή του, και πολύ συχνά διάφοροι του ζητούσαν βοήθεια. Σχόλασε, πήρε τον μισθό του για τον μήνα που έφευγε, τις μηνιαίες του απολαβές. Μπήκε σε ένα περίπτερο, πήρε ένα σάντουιτς, το πλήρωσε, το απόλαυσε. Στην δίπλα γωνιά είδε έναν ζητιάνο, του φάνηκε πεινασμένος. «Δεν μπορώ να μην τον βοηθήσω» σκέφτηκε, «δεν νιώθω καλά, εγ κα﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ ώ καλά την έχω, αυτός υποφέρει». Μπήκε ξανά στο περίπτερο, πήρε άλλο ένα σάντουιτς, το πλήρωσε, το έδωσε στον ζητιάνο. Ο ζητιάνος το πήρε, το απόλαυσε. Ο Αλέξης περίμενε για λίγο, μια ένδειξη ευγνωμοσύνης από τον ζητιάνο, ένα «ευχαριστώ».. αντίθετα με άλλες φορές που βοήθησε, αυτή τη φορά δεν έλαβε «ευχαριστώ». Έφυγε απογοητευμένος, πληγωμένος. Το σκεφτόταν για λίγο, μετά το εκλογίκευσε: «Δεν πειράζει, βοήθησα κάποιον που είχε ανάγκη. Μόνο με αυτό θα πρέπει να νιώθω καλά». Το ξέχασε..

Αυτή δεν ήταν κατακρίβειαν η πρώτη φορά που δεν λάμβανε αναγνώριση για αυτά που πρόσφερε. Κι αν μίλησα για το προηγούμενο περιστατικό λες και πρώτη φορά συνέβαινε, είναι επειδή ακριβώς κάθε φορά που συνέβαινε, ο Αλέξης στο τέλος έκανε το ίδιο πράγμα: το ξεχνούσε. Λήθη λύση λύτρωσης πληγής πόνου απογοήτευσης. Πλήθαιναν όλο και περισσότερο αυτοί που ζητούσαν τη βοήθειά του χωρίς να του δείχνουν κάποια ευγνωμοσύνη, πλήθαιναν οι αχάριστοι, όχι όμως αχρείαστοι όπως θα εξηγήσω πιο ύστερα, και πολλοί μάλιστα θεωρούσαν πως είναι καθήκον του να τους βοηθήσει. Γιατί τύχαιναν όλα αυτά στον Αλέξη; Πώς «συγκρούονταν» όλο τέτοιοι, οι ίδιοι άνθρωποι μαζί του; Κι εκείνος γιατί συνέχιζε να βοηθά παρόλο που υπέφερε; Τι ακριβώς απολάμβανε; Πώς μπορεί να απολαμβάνει κάτι που δεν ευχαριστεί;

Ας αφσουμε ﷽﷽﷽﷽ατηξήσουμε για μια παράγραφο τον Αλέξη για να ασχοληθούμε με το εμπόριο. Στην πορεία, εν-πορεία, της απόλαυσης συναντούμε λογής-λογής δοσοληψίες, ο λόγος της απόλαυσης από το δίνω για να λάβω. Αυτό βέβαια δεν πρόκειται να συμβεί αν πρώτα δεν παρουσιάζεται ανάγκη απόλαυσης. Θέλω να αντλήσω απόλαυση κι έτσι δέχομαι να παραχωρήσω μέρος του εαυτού μου, να κόψω ένα κομμάτι από εμένα, να κοπώ, να κοπιάσω, τον κόπο μου δηλαδή, ή τα χρήματά μου ως σύμβολο του κόπου μου, σύμβολο του «κόπηκα στην κούραση για να τα κερδίσω». Θα το κάνω μόνο για την απόλαυση.

Από πού λοιπόν αντλούσε απόλαυση ο Αλέξης; Ποια ήταν η δικιά του δοσοληψία και πώς απολάμβανε; Διότι ενώ φαινομενικά το όφελος το είχε ο ζητιάνος, ή ο οποιοσδήποτε «ζητιάνος» του ζητούσε βοήθεια, ο Αλέξης ακριβώς αντλούσε απόλαυση από την ευγνωμοσύνη, την αναγνώριση, το «ευχαριστνου.﷽﷽﷽﷽﷽﷽ώ» του ζητιάνου. ταν μια ﷽﷽αγνynh, thn anagn;vrishΉταν μια δίκαιη δοσοληψία, κατά τον υποκειμενικό νόμο του Αλέξη. Παραχωρώ τον κόπο μου για να λάβω ευχαρίστηση. Δεν είναι ο ζητιάνος που έχει την ανάγκη, ο Αλέξης την έχει. Την ανάγκη του να του πουν «ευχαριστώ». Αλλά αυτό για να συμβεί, πρέπει πρώτα χρονικά ο Αλέξης να προσφέρει βοήθεια, να προσφέρει τον κόπο του. Από την άλλη ο κάθε ζητιάνος ανταποκρινόμενος στην ανάγκη αυτή του Αλέξη να βοηθά, του ζητά βοήθεια. Ο ζητιάνος είχε δηλαδή κάνει επάγγελμα το να ζητά βοήθεια: Πρόσφερε εργασία στον κάθε Αλέξη και τον πλήρωνε με ένα «ευχαριστξης.﷽﷽﷽﷽﷽﷽ισθώ». Αυτό ήθελε για μισθό ο Αλέξης. Ο Αλέξης μάλιστα, ασυνελο ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ της μητιδητα είχε ενεργό ρόλο στο να πληθαίνουν οι ζητιάνοι στη ζωή του. Τους είχε ανάγκη. Ήταν όμως μια απόλαυση προβληματική διότι δεν έδινε ευχαρίστηση στον Αλέξη ως επιθυμούν ον. Την απόλαυση την καρπονώνταν το υπερεγώ, το ιδανικό του εγώ, ή διαφορετικά, ο Άλλος ως ιδανικό του εγώ μέσα του. Ικανοποίηση είχε μόνο ο νόμος που είναι χαραγμένος στο ασυνείδητο, η φωνή του Άλλου. Η δοσοληψία ικανοποιούσε μια ασυνείδητη ανάγκη του Αλέξη να βοηθά, ενώ η ύπαρξη του διχασμένου υποκειμένου του λόγου υπέφερε. Στην περίπτωση μάλιστα που δεν ετύχανε αναγνώρισης, που δε λάμβανε το «ε¨υυχαριστ﷽ηρωθεπε ούτε ευχαριστώην περυχαριστώ» για να πληρωθεί ο κόπος του,  «του έμενε ο κόπος», του έμενε το κόψιμο, η πληγή από το κόψιμο, το συναίσθημα του πληγωμένου. Το τραύμα αυτό τελικά απωθείται. Δεν ξεχνιέται, αλλά ούτε γράφεται στη συνειδητή-προσυνειδητή μνήνη. Καταπιέζεται στο ασυνείδητο έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η επανάληψη όλου αυτού του κύκλου που περιγράφηκε, για να συνεχίσει η άντληση απόλαυσης του Άλλου, και που ο Αλέξης θα την συναντήσει στο σύμπτωμά του..

Ας πάμε λίγα χρόνια πίσω, στην αρχή της ύπαρξης του Αλέξη, όχι τη βιολογική του γέννηση, αλλά τη γέννησή του ως υποκειμένου του λόγου. Παιδί, καλείται να αρνηθεί μια απόλαυση, την απόλαυση του να είναι προσκολλημένος στη μητέρα. Ότι δηλαδή ούτε είναι ένα με τη μητέρα, ούτε του ανήκει η μητέρα, ούτε αποτελεί (το παιδί) το μόνο αντικείμενο που ικανοποιεί τη μητέρα, ή αλλιώς, η μητέρα έχει επιθυμία πέραν του παιδιού. Αυτό το κάλεσμα, παρέμβαση ενός συμβολικού πατέρα, με την ανάλογη ανταπόκριση της μητέρας που δείχνει την επιθυμία της πέραν του παιδιού, είναι μονόδρομος για το παιδί. Δεν έχει παρά να τη δεχτεί ελπίζοντας να συνεχίσει να αντλεί αγάπη από τους γονείς, που σε εκείνη την ηλικία είναι σημαντικό για να ικανοποιήσει τις βιολογικές του ανάγκες για να ζήσει. Δέχεται το νόμο του συμβολικού πατέρα, το Όνομα-Του-Πατρός και παραιτείται της απόλαυσης της μητέρας. Ως εμπόριο απόλαυσης εδώ κάτι λείπει, ή με ένα άλλο βλέμμα, του Άλλου, κάτι περισσεύει. Υπάρχει ένα πλεόνασμα απόλαυσης, της απόλαυσης που παραχωρεί το παιδί για να δεχτεί το νόμο. Που πάει αυτό το πλεόνασμα απόλαυσης; Η απόλαυση ποτέ δε χάνεται, αλλά κάπου πάει. Στην περίπτωση του παιδιού, το πλεόνασμα απόλαυσης πάει στον Άλλο και γίνεται αιτία της επιθυμίας του παιδιού, να ολοκληρώσει δηλαδή αυτή την ελλειπή δοσοληψία όπου κάτι έδωσε, χωρίς κάτι να πάρει πίσω, να ψάξει δηλαδή για ανταλλάγματα για τα οποία θα άξιζε να εμπορευτεί την απόλαυση που παραχώρησε. Αρχίζει να επιθυμεί..


Άγγελος

26 June 2014

Αίτιο και Τυχαιότητα

Το τυχαίο και ακαθόριστο είναι μέρος της ζωής, του πραγματικού, ακαθόριστο μεν, αλλά καθοριστικό ως αίτιο εξέλιξης. Ακαθόριστο και χαοτικό, ορμή θανάτου, αλλά καθοριστικό στη γένεση της επιθυμίας για ζωή, του αίτιου της επιθυμίας του ανθρώπου ως υποκειμένου του λόγου να υπάρξει και να δημιουργήσει.

Μέσα στην άβυσσο του τυχαίου εντοπίζουμε και το άγχος, ως πραγματικό και αναγνωρίσιμο σημάδι της ορμής θανάτου. Μιας ορμής που σαν δίνη καταπίνει οτιδήποτε πλησιάσει. Γι’ αυτο και για να κρατηθεί μια σωστή απόσταση, σωστή έτσι ώστε η δίνη να δίνει κίνηση στην ύπαρξη χωρίς όμως να την καταπίνει, ο άνθρωπος ανέκαθεν καταβάλλει προσπάθειες να οριοθετήσει το τυχαίο, να το περιορίσει και να το δαμάσει. Να δημιουργήσει μια τάξη στο ά-τακτο τυχαίο, δαμάζοντας έτσι μαζί το άγχος και ανάγοντας την ορμή θανάτου σε κινητήρα επιθυμίας, δύναμη της ζωής. Εκεί αποσκοπούσε πάντα η μελέτη της φύσης, ο εντοπισμός και η διατύπωση νόμων που την περιγράφουν.

Αυτή όμως η ευφορία του ελέγχου της ορμής θανάτου, της συνεχούς προσπάθειας εξήγησης του ανεξήγητου, έχει οδηγήσει στο να ταυτοποιήσουμε τις έννοιες «τυχαίο» και «ανεξήγητο», και να έχουμε τελικά καταλήξει σε προσπάθεια διαγραφής κάθε έννοιας τυχαιότητας. Μέσα από την παρανόηση του «αν ο έλεγχος του θυρίου είναι καλό, τότε σκοτώνοντας το θυρίο είναι ακόμα πιο καλό», έχουμε ξεχάσει πως το θυρίο είναι ο εργάτης μας, είναι αυτό που μας παρέχει την ενέργεια για δημιουργία. Σκοτώνοντας τον εργάτη, σκοτώνουμε την κινητήριο δύναμη που τραβάει το κουπί στο καράβι της ζωής έναντι στη δίνη. Δεν συνειδητοποιούμε ότι αυτή η τυχαιότητα είναι η αιτία κίνησης στη ζωή και σε περίπωση που όλα μπορούσαν να περιγραφούν από νόμους και συμβολισμούς, αν δηλαδή δεν υπήρχε το τυχαίο, δεν θα υπήρχε ούτε αιτία επιθυμίας, δε θα υπήρχε ζωή.

Επιχειρώντας να δώσουμε εξήγηση στην παραμικρή τυχαιότητα, πνιγόμαστε στην προσπάθεια διατύπωσης νόμων όλο και πιο λεπτομερών. Όπου μάλιστα δεν μπορούμε να διατυπώσουμε νόμους, θέλουμε να ανάγουμε το τυχαίο σε κάτι που σίγουρα έχει μια αρχή που το διέπει, απλά ακόμα δεν την έχουμε ανακαλύψει, ή σε κάτι μεταφυσικό, σε μια ακατανόητη, κατακρίβειαν α-νόητη, δύναμη που με τους δικούς της νόμους εξηγεί το ανεξήγητο για εμάς, έναν ακριβοδίκαιο μεγάλο Άλλο που εγγυείται την τάξη έναντι στην αταξία του τυχαίου.

Αν μπορεί να διατυπωθεί ένας νόμος για το τυχαίο είναι ακριβώς ο νόμος ότι το τυχαίο εξίσταται. Το αίτιο της επιθυμίας δεν το απαρτίζουν οι νόμοι ως συμβολική τάξη που περιγράφει τη φύση, αλλά ακριβώς αυτό που αδυνατεί να διατυπωθεί με νόμους, δηλαδή το τυχαίο. Σε έναν κόσμο που έχουμε ιδεατό την απόλυτη διαγραφή του τυχαίου, και την απόλυτη διαγραφή του άγχους που συνεπάγεται, εξιδανικεύουμε μια κατάσταση όπου όλα έχουν εξήγηση, ένα μαθηματικό μοντέλο όπου και οι άγνωστοι όροι είναι προβλέψιμοι, θα τους θέλαμε γνωστούς αν ήταν δυνατό, όπου τα πάντα μπορούν να περιγραφούν, το μέλλον μέσα σε αυτά, μια ζωή που το μόνο που θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει είναι η λέξη «πεπρωμένο» και μαζί με αυτό χαμένο το αίτιο της επιθυμίας, το αίτιο της ζωής. Αντίθετα, αναγνωρίζοντας την τυχαιότητα ως αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης, διότι η ύπαρξη γεννιέται μέσα απο αυτό, το άγχος γίνεται παραγωγικό, γίνεται τρόπος να αποκτηθεί πρόσβαση προς την επιθυμία.

Μίλησα αρκετά περι τύχης, χάους και αταξίας, ώρα να μιλήσω για «αυτά που φέρνει η τύχη», τον επίμονα επαναληπτικό χαρακτήρα της προσωπικής ζωής του καθένος μας με τα ίδια να συμβαίνουν ξανά και ξανά, όλα αυτά που διερωτούμαστε «γιατί αυτό τυχαίνει συνέχεια σε εμένα», λόγου χάρη στον άνθρωπο που επανειλημμένα προδίδεται από τα οικεία του πρόσωπα. Περισσότερα σε επόμενο μου κείμενο..

Άγγελος

22 June 2014

Ο λόγος του δαίμονα

Ο λόγος είναι ζωοποιός και για να αποκτήσει κάτι ύπαρξη, μόνο δια μέσου του λόγου. Του λόγου ο οποίος αρθρώνει το όνομα, συχνά το Όνομα-Του-Πατέρα στο πρόσωπο της οικογένειας, της πατρίδας, ή οποιουδήποτε άλλου ιδανικού, ενός μεγάλου Άλλου, ιδανικού του εγώ, για τον οποίο όχι λίγοι θυσιάστηκαν. Θυσιάστηκαν για να ζήσουν δια μέσου του ονόματος.

Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε όμως, είναι ότι εξεγειρόμενοι εναντίον ενός δαίμονα που δεν υπάρχει, το μόνο που πετυχαίνουμε είναι διαμέσου του λόγου να τον ονομάσουμε, να τον δημιουργήσουμε, να του δώσουμε ζωή. Ο δαίμονας που είναι, εξίσου συχνά με την προηγούμενη περίπτωση, ένας Άλλος στον οποίο έχουμε δώσει κακό πρόσωπο, ένας κακός πατέρας που θέλει να σκοτώσει τα παιδιά του.. ποιος πατέρας θέλει να σκοτώσει τα παιδιά του; Γι’ αυτό και λέω πως δεν υπάρχει, αλλά δια μέσου της δικής μας ερμηνίας μιας παρεξηγημένης του επιθυμίας, τον ονομάζουμε δαίμονα.. και ο δαίμονας στον οποίο έχουμε πλέον δώσει ζωή αρχίζει να μας κυνηγά.

Γράφω με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο ανεμβολίαστου παιδιού από ιλαρά, λες και βρισκόμαστε στο 1850, όχι πως υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το 1850, αλλά αν τότε πέθαινε ένα παιδί από ιλαρά ήταν διότι δεν υπήρχε εμβόλιο και όχι επειδή αρνούνταν να το εμβολιάσουν οι γονείς του. Το περιστατικό δεν ήταν στη χώρα μας, αλλά η έξαρση των επιδημιών τα τελευταία δυο χρόνια πήραν διαστάσεις στην Αμερική και η νοοτροπία ότι «τα εμβόλια είναι επικίνδυνα» έχει μεταδοθεί παγκόσμια.. πιο εύκολα έχει μεταδοθεί η νοοτροπία, παρά οι ίδιες οι επιδημίες. Ότι για παράδειγμα «τα εμβόλια προκαλούν αυτισμό», άροντας την προσωπική ευθύνη των γονιών, να γίνει ένα παιδί αυτιστικό.. διότι ο αυτισμός αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο, όχι προϊόν κακής βιοχημείας.

Για να επιστρέψω ξανά στο δαίμονα που εμείς έχουμε δημιουργήσει, ας κατανοήσουμε την προσωπική ευθύνη που πρέπει να αναλάβουμε, αντί της ανάγκης να δημιουργήσουμε έναν κακό Άλλο για να του επιρρίψουμε αυτή την ευθύνη, επαναστατώντας μάλιστα εναντίον του θεωρώντας τον αιτία των δεινών μας. Και για να γίνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα, γινόμενοι επαναστάτες αυτής που θεωρούμε δαιμονική αρχή (παρόλο που αποτελεί δικό μας δημιούργημα), το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να την έχουμε να μας καταδιώκει διαρκώς. Διότι το αγαπώ ή μισώ κάτι χαρακτηρίζεται από την εξάρτηση μας από αυτό το κάτι, στην περίπτωση μας από το δαίμονα. Και ο Οιδίποδας που αφιέρωσε τη ζωή του στο να αποφύγει την εκπλήρωση του χρησμού, ενός λόγου ενάντια στον οποίο πορευόταν, το μόνο που κατάφερε ήταν να κρατά το λόγο ζωντανό και άθελά του να τον εκπληρώσει. Ο λόγος του δικού μας δαίμονα λοιπόν, του δικού μας όχι επειδή τον έστειλε κάποιος ειδικά για εμάς, αλλά επειδή εμείς τον ζωντανέψαμε.

Άγγελος